- άσογος
- η , ο см. ασόϊαστος
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
άσογος — η, ο [σόι] 1. αυτός που δεν αφήνει απογόνους 2. όποιος κατάγεται από ταπεινό σόι … Dictionary of Greek